τορναδόρος

τορναδόρος
ο
(λ. ιταλ.), τεχνίτης που επεξεργάζεται με τόρνο ξύλα, μέταλλα κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τορναδόρος — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στον χειρισμό τού τόρνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. tornidor < τόρνος] …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • τορνευτής — ο, ΝΜΑ [τορνεύω] τεχνίτης ειδικευμένος στην επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου με τη χρησιμοποίηση τόρνου, τορναδόρος μσν. δημιουργός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γλύπτης» …   Dictionary of Greek

  • τορνευτής — ο τορναδόρος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”